- ασφαλτόπισσα
- η (Α ἀσφαλτόπισσα)ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσφαλτοπίσσῃ — ἀσφαλτόπισσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] … Dictionary of Greek
ԿՊՐԱՁԻՒԹ — (ոյ.) NBH 1 1126 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ἁσφαλτοπίσσα bitumen cum pice. Կուպր խառն ընդ յիւթ, խառնուրդ երկոցունց. խաթրան ու զիֆի խառնած՝ նաւ ծեփելու. (եբր. խէմր. լծ. ընդ կուպր.) *Ծեփեաց զնա կպրաձիւթով. Ել. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)